καμπανουλίδες

καμπανουλίδες
Οικογένεια σπερματοφύτων που αποτελείται από περίπου 70 γένη και 2.000 είδη, τα οποία περιέχουν γαλακτώδη χυμό και καλύπτονται από σκληρές τρίχες. Περιλαμβάνουν πόες, ημίθαμνους και, ενίοτε, μικρούς θάμνους και χαμηλά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι σχεδόν πάντα εναλλασσόμενα και απλά. Τα άνθη τους είναι διγενή, τετρακυκλικά, κυρίως πεντάλοβα και κανονικά· τόσο ο κάλυκας, όσο και η στεφάνη αποτελούνται από συμφυή τμήματα· ο καρπός τους είναι κάψα ή μερικές φορές ράγα. Οι κ. φύονται στα εύκρατα κλίματα του βόρειου ημισφαίριου και στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του νότιου ημισφαίριου. Στην οικογένεια αυτή υπάγονται αυτοφυείς πόες, όπως η σπεκουλαρία το κάτοπτρον, που φύεται σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα, με άνθη ιώδη ή κυανά, καθώς και τα πολυάριθμα είδη του γένους φύτευμα, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια, με στάχεις, ωοειδείς ή επιμήκεις ταξιανθίες, οι οποίες σχηματίζονται από μικρά άνθη με επιμήκη στεφάνη, βαθυσχιδή και εξογκωμένη στη βάση και στενά σωληνοειδή στην αρχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εδραίανθος — ο γένος φυτών τής οικογένειας καμπανουλίδες …   Dictionary of Greek

  • ιασιώνη — και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη) δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό τής οικογένειας καμπανουλίδες τής τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω τής ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς… …   Dictionary of Greek

  • σπεκουλαρία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καμπανουλίδες τής τάξης καμπανουλώδη και περιλαμβάνει ποώδη μονοετή φυτά που ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στην περιοχή τής Μεσογείου, αλλ. λεγουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σύνανδρα — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών στην οποία ταξινομούνται οι οικογένειες καμπανουλίδες, λοβελιίδες και σύνθετα, ενώ, σύμφωνα με νεώτερα συστήματα ταξινόμησης, οι δύο πρώτες οικογένειες ταξινομούνται στην τάξη καμπανουλώδη και η… …   Dictionary of Greek

  • φύτευμα — (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”